- ὀρύξῃς
- ὀρύ̱ξῃς , ὀρύσσωdigaor subj act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ένεση τσιμέντου — Ο όρος ένεση χρησιμοποιείται στην οικοδομική για να χαρακτηρίσει το σύνολο των εργασιών που έχουν σκοπό τη στερέωση τοίχων ή εδαφών, με την εισαγωγή με πίεση ρευστού τσιμεντοκονιάματος ή τσιμέντου σε σκόνη στο εσωτερικό της μάζας. Στην πιο απλή… … Dictionary of Greek
Σουλ — (Suhl). Πόλη της Γερμανίας, 45 χλμ. ΝΔ του Έρφουρτ στον ποταμό Λάουτερ (37.000 κάτ.). Η πόλη, χτισμένη στις δυτικές παρυφές του δάσους της Θουριγκίας, είναι αξιόλογο κέντρο όρυξης μεταλλευμάτων, ιδιαίτερα σίδερου και ορυκτών αλάτων. Είναι επίσης… … Dictionary of Greek